προοιμιακός

προοιμιακός
προοιμι-ᾰκός, ή, όν,
A of or for a preface,

ἔννοια Aps.Rh.p.238H.

, cf. Men.Rh.p.438S.;

ἐπιχείρησις Longin.Rh.p.205H.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προοιμιακός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιακός — ή, ό / προοιμιακός, ή, όν, ΝΜΑ [προοίμιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προοίμιο, προλογικός, εισαγωγικός νεοελλ. μσν. το αρσ. ως ουσ. ο προοιμιακός (λειτ.) ο 103ος Ψαλμός τού Ψαλτηρίου τής Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος αποτελεί το προοίμιο τού… …   Dictionary of Greek

  • προοιμιακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο προοίμιο: Προοιμιακός ψαλμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προοιμιακά — προοιμιακός of neut nom/voc/acc pl προοιμιακά̱ , προοιμιακός of fem nom/voc/acc dual προοιμιακά̱ , προοιμιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιακῶν — προοιμιακός of fem gen pl προοιμιακός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιακόν — προοιμιακός of masc acc sg προοιμιακός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιακαῖς — προοιμιακός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιακαί — προοιμιακός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιακοῦ — προοιμιακός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιακῆς — προοιμιακός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προοιμιακῇ — προοιμιακός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”